σχαστηρία

σχαστηρία
η, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. εξάρτημα τού επικρουστήρα τών φορητών όπλων με το οποίο συγκρατείται αυτός σε θέση όπλισης με αγκίστρωση
αρχ.
1. είδος τροχοπέδης
2. (στο ιπποδρόμιο ή στο στάδιο) σχοινί τεντωμένο το οποίο με την απότομη χαλάρωσή του έδινε το σημείο εκκίνησης
3. πιθ. ράβδος τού παραπετάσματος ή είδος μηχανισμού με το οποίο χαλαρώνονταν οι κουρτίνες
4. λαβές κατάλληλες για τη χαλάρωση τής πίεσης χειρουργικού βρόχου
5. φρ. «διὰ μιᾱς ὀργάνου σχαστηρίας» — με μια κίνηση τής μηχανής (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα -τηρία (πρβλ. βακ-τηρία, στυπ-τηρία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχαστηρία — σχαστηρίᾱ , σχαστηρία trigger fem nom/voc/acc dual σχαστηρίᾱ , σχαστηρία trigger fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηρίᾳ — σχαστηρίᾱͅ , σχαστηρία trigger fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηρίας — σχαστηρίᾱς , σχαστηρία trigger fem acc pl σχαστηρίᾱς , σχαστηρία trigger fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηρίαν — σχαστηρίᾱν , σχαστηρία trigger fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηριῶν — σχαστηρία trigger fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαστηρίαις — σχαστηρία trigger fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • skē̆ i- —     skē̆ i     English meaning: to cut, separate     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, trennen, scheiden”     Note: extension from sek ; initial sound partly also sk̂ , skh , sk̂h , as in the continuing formation     Material: I. O.Ind. chyati “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”