- σχαστηρία
- η, ΝΑνεοελλ.στρ. εξάρτημα τού επικρουστήρα τών φορητών όπλων με το οποίο συγκρατείται αυτός σε θέση όπλισης με αγκίστρωσηαρχ.1. είδος τροχοπέδης2. (στο ιπποδρόμιο ή στο στάδιο) σχοινί τεντωμένο το οποίο με την απότομη χαλάρωσή του έδινε το σημείο εκκίνησης3. πιθ. ράβδος τού παραπετάσματος ή είδος μηχανισμού με το οποίο χαλαρώνονταν οι κουρτίνες4. λαβές κατάλληλες για τη χαλάρωση τής πίεσης χειρουργικού βρόχου5. φρ. «διὰ μιᾱς ὀργάνου σχαστηρίας» — με μια κίνηση τής μηχανής (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα -τηρία (πρβλ. βακ-τηρία, στυπ-τηρία)].
Dictionary of Greek. 2013.